δαγκωτός
Смотреть что такое "δαγκωτός" в других словарях:
δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια … Dictionary of Greek
δαγκωτός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα. 2. ο δαγκωμένος: Μου έδωσε ένα δαγκωτό κομμάτι ψωμί. 3. αυτός που συναρμολογείται με εσοχές και εξοχές: Το παζλ φτιάχνεται με κομμάτια που μπαίνουν δαγκωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδάγκωτος — η, ο αυτός που δεν δαγκώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκωτός < δαγκώνω] … Dictionary of Greek